- πεπλίς
- -ίδος, ἡ, Ατο φυτό ευφόρβιον*.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. μυρ-ίς). Τα φυτά ονομάστηκαν έτσι επειδή απλώνονται πάνω στο έδαφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεπλίς — wild purslane fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλίδα — πεπλίς wild purslane fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλίδος — πεπλίς wild purslane fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέπλιον — τὸ, Α [πεπλίς] υποκορ. τού πεπλίς … Dictionary of Greek
μηκωνίτις — μηκωνῑτις, ιδος, ἡ (Α) το θαμνώδες φυτό πέπλος ή πεπλίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήκων + επίθημα ῖτις (πρβλ. δαφν ίτις, καπν ίτις)] … Dictionary of Greek
πέπλος — Πεδινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 60 μ.), στην πρώην επαρχία Σουφλίου του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (64 τ. χλμ., κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, η Βρυσούλα (...κάτ., υψόμ. 30 μ.), η Γεμιστή (...… … Dictionary of Greek